Στο μεταξύ, στο ενδιάμεσο,
πίσω από την ορχήστρα, πίσω ακόμα κι από τη σκηνή, εκεί που μαστορεύουν τη θεία κοινωνία και σε ευθεία αντιστοιχία καμώνονται οι από μηχανής θεοί,εκεί που ποτέ, μα ποτέ, δεν έπρεπε να μπω...
Από κει πίσω έρχονταν κάτι σπαραξικάρδια fandango που έμπλεκαν με λαούτα και στριγγιάρικες ψυχωσικές τρομπέτες σι μινόρε, σι μινόρε, σι μινορεμμονή.
Ο πράσινος ο ζωντανός ,- ο καινούργιος είναι;ο παλιός; τον ξέρω; σε ξέρω;- ύψωνε τα χέρια του στον ουρανό κι αγόρευε, αγόρευε,αγόρευε τα πιο σκοτεινά παραμύθια, τις πιο γαλάζιες ιστορίες του αίματος ΜΟΥ και γέλαγε σα μωρό παιδί.
ΔΕΝ-Ε-ΧΩ-ΧΡΟ-ΝΟ του πιθήκισα το τελευταίο σλόγκαν(φανταστικέ διανοούμενε!, ξέθαψε και συμπλήρωσε εντός μου ο ασυμάζευτος σκουπιδοφάγος νους ).
Κυρά μου, κυρά μου ούτε εγώ, γέλασε κοιτώντας με, με χαζό νόημα, γλυκόν ωσάν σεράπιον και με εβάτευσε ασυστόλως μέχρι το πρωί.
Ξυπνώντας, τον αγάπησα σφόδρα, ειδικά βλέποντας τις σκόρπιες του λευκές μπούκλες πάνω στο μαξιλάρι.
Μέχρι να γυρίσω με τις ρακές και το βύσσινο ήτανε ήδη στάχτη, ως κι η ωραία βραδιά που εκράτησε για πάντα.
Ήταν ωραίο παιδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου